ήθηση

ήθηση
η (Α ἤθησις) [ηθώ]
η ενέργεια τού ηθώ, αποστράγγιση, διύλιση, στράγγισμα, σούρωμα
αρχ.
(για πέτρες)
1. καθάρισμα, τρίψιμο, λείανση («ἠθήσιος τῶν λίθων», επιγρ.)
2. κοσκίνισμα, καθαρισμός μεταλλεύματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ήθηση — η καθαρισμός υγρού με τη βοήθεια φίλτρου: Για την ήθηση μεγάλων ποσοτήτων νερού χρησιμοποιούνται στρώματα από χαλίκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηθώ — (Α ἠθῶ, έω και σπάν. τ. ἤθω) διηθώ, διυλίζω, στραγγίζω, σουρώνω, φιλτράρω αρχ. 1. παθ. ἠθοῡμαι, έομαι στραγγίζομαι, διυλίζομαι, καθαρίζομαι, φιλτράρομαι 2. μτφ. αφήνω κάτι να περάσει, να διέλθει («ἐκ τετρημένης [τὴν ῥῆσιν] ἠθεῑ» τήν αφήνει να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”